- παρεκστροφή
- παρεκ-στροφή, ἡ,A turning towards, π. προσώπων, oflovers, Malch.p.394D.(pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρεκστροφή — ἡ, Α 1. το να στρέφεται κανείς προς κάποιον 2. φρ. «παρεκστροφαὶ προσώπων» (για εραστές) η στροφή τού προσώπου τού ενός προς το πρόσωπο τού άλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐκστροφή (< ἐκστρέφω)] … Dictionary of Greek
παρεκστροφαί — παρεκστροφή turning towards fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)